διαβουλεύομαι

διαβουλεύομαι
μετ.
1) размышлять (над чём-л.); обдумывать (что-л.); обсуждать (проблему и т. п.); 2) замышлять, затевать (недоброе); 3) решать, собираться (что-л, сделать)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαβουλεύομαι" в других словарях:

  • διαβουλεύομαι — (AM διαβουλεύομαι) 1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες 2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι 3. μηχανώμαι, ραδιουργώ αρχ. 1. διαβουλεύω διανύω την περίοδο τής βουλευτικής μου θητείας 2. διαβουλεύομαι α) εξετάζω λεπτομερώς β) αποφασίζω …   Dictionary of Greek

  • διαβουλευομένων — διαβουλεύομαι pres part mp fem gen pl διαβουλεύομαι pres part mp masc/neut gen pl διαβουλεύω complete its term pres part mp fem gen pl διαβουλεύω complete its term pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλευόμενον — διαβουλεύομαι pres part mp masc acc sg διαβουλεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg διαβουλεύω complete its term pres part mp masc acc sg διαβουλεύω complete its term pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλευομένοις — διαβουλεύομαι pres part mp masc/neut dat pl διαβουλεύω complete its term pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλευσαμένους — διαβουλεύομαι aor part mid masc acc pl διαβουλεύω complete its term aor part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλευόμενοι — διαβουλεύομαι pres part mp masc nom/voc pl διαβουλεύω complete its term pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλευόμενος — διαβουλεύομαι pres part mp masc nom sg διαβουλεύω complete its term pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλεῦσαι — διαβουλεύομαι aor inf act διαβουλεύω complete its term aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλεύειν — διαβουλεύομαι pres inf act (attic epic) διαβουλεύω complete its term pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλεύεσθαι — διαβουλεύομαι pres inf mp διαβουλεύω complete its term pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβουλεύεται — διαβουλεύομαι pres ind mp 3rd sg διαβουλεύω complete its term pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»